- οὐρί
- οὐρίςfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
ουρί — (Uri). Ομόσπονδο καντόνι (1.076 τ. χλμ., περ. 34 000 κατ.) της κεντρικής Ελβετίας. Οι κάτοικοί του μιλούν τη γερμανική γλώσσα και ανήκουν στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία. Πρωτεύουσα είναι η Άλτντορφ (8200 κάτ.), στη δεξιά όχθη του Ρόυς, όχι μακριά από … Dictionary of Greek
οὔρι' — οὔρια , οὔριον ward neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔριε , οὔριος with a fair wind masc voc sg οὔριε , οὔριος with a fair wind masc/fem voc sg οὔριαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
καλαθούρι — το καλάθι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάθι + ούρι (πρβλ. αναθεματ ούρι, μελαν ούρι)] … Dictionary of Greek
κηπούρι(ν) — κηπούρι(ν), τὸ (Μ) (για την Εδέμ) μικρός κήπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + κατάλ. ούρι(ν) (< ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον), πρβλ. καλαθ ούρι, σπιθ ούρι] … Dictionary of Greek
πλιγούρι — και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν 1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών 2. το φαγητό που παρασκευάζεται… … Dictionary of Greek
στηθούρι — το, Ν η γύρω από το στέρνο σάρκα πτηνών και άλλων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. ούρι (πρβλ. καλαθ ούρι)] … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Σβυτς — (Schwyz). Πόλη (12 400 κάτ.) της κεντρικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου ομόσπονδου κράτους. Βρίσκεται σε υψόμετρο 516 λίγο στα Α της λίμνης των Τεσσάρων Καντονιών και στους πρόποδες του Μύτεν. Η φήμη του Σ. είναι συνδεμένη με το ρόλο που… … Dictionary of Greek